- υπερέτης
- οθηλ. υπερέτρια και υπερέτρα βλ. υπηρέτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερετής — ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπερβεί το όριο ηλικίας, τη δυνατότητα κατάταξης σε άλλη φορολογική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ετής (< ἔτος), πρβλ. ἀμφι ετής] … Dictionary of Greek
ԴԱՀԻՃ — (հճի, ճաց.) NBH 1 0592 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. δημίος, βασανιστής, ὐπερέτης carnifex, tortor, apparitor եւն. Պաշտօնեայ ատենի. կալանաւորակապ. տանջիչ պատժաւորաց, եւ մատնիչ մահու. ... Տե՛ս ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Թ. 14: Մտթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԻՒՊԵՐԷՏ — ( ) NBH 2 0102 Chronological Sequence: 8c, 9c ՀԻՒՊԵՐԷՏ. (գրի եւ ՀԻՊԵՐԷՏ, ՀԵՊԵՐԷՏ, ՀՒՊԵՐԷՏ.) գ. Բառ յն. իբէրէ՛դիս. ὐπερέτης minister. այսինքն Պաշտօնեայ. փոքրաւոր. *Ի ծերունւոյ քահանայէն դանիէլէ, որ աշակերտ էր սրբոյն գրիգորի, եւ հիւպերէտ. Խոր. ՟Գ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)